- φασματοηλιοσκόπιο
- τοαστρονομικό όργανο για την παρατήρηση των εκρήξεων και των άλλων αλλοιώσεων που γίνονται στην ατμόσφαιρα του ήλιου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φασματοηλιοσκόπιο — το, Ν αστρον. ονομασία παλαιού αστρονομικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. spectrohelioscope < spectro < λατ. spectrum «φάσμα») + helio (< ήλιος) + scope (< σκόπιο*)] … Dictionary of Greek